οἰδηματώδης

οἰδηματώδης
οἰδηματώδης
swollen
masc/fem acc pl (attic epic doric)
οἰδηματώδης
swollen
masc/fem nom/voc pl (doric aeolic)
οἰδηματώδης
swollen
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • οιδηματώδης — ες (Α οἰδηματώδης, ῶδες) [οίδημα] 1. αυτός που εμφανίζεται με τη μορφή οιδήματος, όμοιος με οίδημα 2. αυτός που έχει οιδήματα, πρησμένος …   Dictionary of Greek

  • οἰδηματώδη — οἰδηματώδης swollen neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) οἰδηματώδης swollen masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) οἰδηματώδης swollen masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰδηματῶδες — οἰδηματώδης swollen masc/fem voc sg οἰδηματώδης swollen neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰδηματώδεις — οἰδηματώδης swollen masc/fem acc pl οἰδηματώδης swollen masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰδηματωδῶν — οἰδηματώδης swollen masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰδηματώδεες — οἰδηματώδης swollen masc/fem nom/voc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰδηματώδεσιν — οἰδηματώδης swollen masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰδηματώδους — οἰδηματώδης swollen masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… …   Dictionary of Greek

  • κρετινισμός — Διαταραχή που χαρακτηρίζεται από σοβαρή διανοητική καθυστέρηση, διαταραγμένη σωματική ανάπτυξη και χαρακτηριστικό προσωπείο. Είναι δευτεροπαθής εκδήλωση υπολειτουργίας του θυρεοειδούς που είναι συγγενής ή αρχίζει νωρίς στη νεογνική ηλικία, ενώ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”